- κροτάλισμα
- και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) [κροταλίζω]1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος2. χειροκρότημα, επικρότησηνεοελλ.ανακίνηση, ανακάτεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κροτάλισμα — το, ατος και κροταλισμός, ο σύγκρουση των κροτάλων και ο κρότος που δημιουργείται απ αυτή, πλατάγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωγμός — και κλωσμός ο (AM κλωγμός και κλωσμός) [κλώζω] ο ήχος τής φωνής τής κότας, κακάρισμα («κοράκων λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῑς ἀλεκτορίδων», Πλούτ.) μσν. αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα αρχ. κροτάλισμα τής γλώσσας για παρακίνηση αλόγου … Dictionary of Greek
κουρτάλισμα — και κουρτάλημα, το βλ. κροτάλισμα … Dictionary of Greek
κροταλισμός — ο (Α κροταλισμός) [κροταλίζω] κροτάλισμα* … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
ψιθυρισμός — ο, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψιθύρισμα αρχ. 1. συκοφαντία («καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις», ΚΔ) 2. φυλακτήριο ή μαγικό μέσο που αποκτά μαγική δύναμη με ψιθύρισμα 3. κροτάλισμα … Dictionary of Greek
καστανιέτες — (castanetas). Κρουστό μουσικό όργανο ισπανικής καταγωγής, της οικογένειας των ιδιοφώνων. Οι κ. αποτελούνται από δύο ζευγάρια ξύλινα κρόταλα, η μορφή των οποίων μοιάζει με το εξωτερικό περικάλυμμα του κάστανου, δηλαδή είναι στρογγυλά και κοίλα. Το … Dictionary of Greek
κροταλισμός — ο βλ. κροτάλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)